- ωκαλέος
- -η, -ον, Α(κατά τον Ησύχ.) «ταχύς, ὀξύς».[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς, οξύς» + κατάλ. -αλέος (πρβλ. θαρρ-αλέος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-αλέος — Γλωσσ. κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η… … Dictionary of Greek